επταμερής

επταμερής
-ές (AM ἑπταμερής, -ές)
αυτός που απαρτίζεται από επτά μέρη.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • ἑπταμερής — having seven parts masc/fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • επταμερής — ής, ές γεν. ους, αιτ. ή, πληθ. ουδ. ή, που διαιρείται σε εφτά μέρη ή που αποτελείται από εφτά μέρη …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • ἑπταμερῆ — ἑπταμερής having seven parts neut nom/voc/acc pl (attic epic doric) ἑπταμερής having seven parts masc/fem/neut nom/voc/acc dual (doric aeolic) ἑπταμερής having seven parts masc/fem acc sg (attic epic doric) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἑπταμερέα — ἑπταμερής having seven parts neut nom/voc/acc pl (epic ionic) ἑπταμερής having seven parts masc/fem acc sg (epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἑπταμερές — ἑπταμερής having seven parts masc/fem voc sg ἑπταμερής having seven parts neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • επτά — και εφτά (AM ἑπτά) (απόλ. αριθμ.) 1. ο αριθμός που αποτελείται από έξι συν μία μονάδες, ο μεταξύ τού έξι και τού οκτώ 2. χρησιμοποιείται για να δηλώσει απροσδιόριστο πλήθος, αμέτρητες φορές (α. «στό είπα εφτά φορές» β. «ὁ γὰρ ἑπτά ἀριθμός παρὰ τῇ …   Dictionary of Greek

  • μέρος — το (ΑM μέρος) 1. τμήμα ενός όλου, τεμάχιο, κομμάτι (α. «γκρεμίστηκε ένα μέρος τού τοίχου» β. «κίνησις γὰρ αὕτη δὴ μεγίστη τοῑς Ἕλλησιν ἐγένετο καὶ μέρει τινὶ τῶν βαρβάρων», Θουκ.) 2. αυτό που αναλογεί στον καθένα, μερίδιο, μέρισμα, μερτικό («πήρε …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”